Έχω ένα παράπονο. Η μουσική παιδεία στη χώρα μας είναι φτωχή. Δεν μιλώ φυσικά για τη λαϊκή μουσική· εκεί υπάρχει πλούτος αμέτρητος, αμύθητοι θησαυροί. Ποιος μπορεί να πει ότι τα τραγούδια του Θεοδωράκη, οι μουσικές του Χατζηδάκι, τα ρεμπέτικα του Τσιτσάνη, οι θησαυροί του Ζαμπέτα, του Μούτση, του Μικρούτσικου, του Πάνου, του Κουγιουμτζή και τόσων άλλων δεν είναι η πολυτιμότερη μουσική παρακαταθήκη; Ποιος δεν έχει τραγουδήσει, δεν έχει κλάψει, δεν έχει ερωτευτεί, δεν έχει πενθήσει μ'αυτά τα τραγούδια; Είναι όντως αμέτρητος ο πλούτος και η ποικιλία της λαϊκής μας μουσικής παράδοσης· πράγματι, δεν είναι μόνο το πλήθος των συνθετών, δεν είναι μόνο ο τεράστιος όγκος των τραγουδιών, δεν είναι μόνο οι εξαιρετικοί ερμηνευτές και στιχουργοί που υπηρέτησαν και υπηρετούν το λαϊκό τραγούδι στη χώρα μας. Αυτό που είναι εκπληκτικό είναι η απίστευτη ποικιλότητα της μουσικής μας.
Δεν είναι μόνο το ρεμπέτικο, δεν είναι μόνο τα αρχοντορεμπέτικα του Χιώτη, δεν είναι μόνο η λόγια μουσική του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκι, του Μικρούτσικου, του Μούτση, του Μαμαγκάκη και τόσων άλλων. Υπάρχει μεγάλος αριθμός μουσικών που δημιούργησαν τελείως δικά τους ρεύματα, ανεπανάληπτες μουσικές, μουσικές που γεννήθηκαν και δέθηκαν με πρόσωπα συγκεκριμένα: Κραουνάκης, Χατζής, Σαβόπουλος, Αρλέτα, Γερμανός, Μαχαιρίτσας, Κατσιμιχαίοι, και πολλοί άλλοι. Νομίζω ότι λίγοι λαοί έχουν τέτοια πολυμορφία στη μουσική τους παράδοση. Μην ξεχνάμε και τα δημοτικά μας τραγούδια, τα νησιώτικα, τα σμυρνέικα, τα ριζίτικα και τόσα άλλα. Μέχρι και τα στρατιωτικά μας εμβατήρια είναι εξαιρετικές μουσικές.
Ποιο είναι λοιπόν το παράπονό μου; Τι με στενοχωρεί σ'αυτόν το μουσικό παράδεισο που μας κληροδότησαν ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Ατίκ, ο Καζαντζίδης, ο Λοΐζος, ο Μητροπάνος και τόσοι άλλοι; Όχι, δεν τα έχω με τη λαϊκή μας μουσική. Η μουσική μας παιδεία είναι που με θλίβει. Δεν έχουμε μουσική παιδεία στη χώρα μας. Βρίθει ο τόπος από λαϊκά τραγούδια, αλλά ο λαός μας δεν χαμπαριάζει ντιπ από μουσική. Εννοώ από κλασική μουσική. Κακώς βέβαια, κάκιστα, χρησιμοποιείται ο όρος "κλασική", αλλά τι να κάνουμε, έτσι επικράτησε, έτσι μάθαμε να ξεχωρίζουμε τις μουσικές, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά και στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Τι είναι λοιπόν αυτή η τόσο παρεξηγημένη "κλασική" μουσική; Σε τι διαφέρει η κλασική μουσική από τη λαϊκή μας μουσική;
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Πρώτον, η λαϊκή μουσική είναι κατ'ουσίαν τα λαϊκά μας τραγούδια. Πράγματι, είναι σπάνια η λαϊκή μουσική που εκφράζεται μέσα από άλλες φόρμες πέρα από το τραγούδι. Πρώτη παρεξήγηση λοιπόν: όταν μιλάμε για λαϊκή μουσική δεν μιλάμε για μουσική γενικά, αλλά για μια πού συγκεκριμένη φόρμα, το λαϊκό τραγούδι. Μουσική όμως δεν είναι μόνο το τραγούδι. Το τραγούδι έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: είναι σύντομη μουσική, έχει κουπλέ και ρεφρέν, έχει εύκολη μελωδική γραμμή και απλό στίχο, έχει ρυθμό που βοηθάει στη γρήγορη απομνημόνευση και όλα αυτά ένα σκοπό μόνο εξυπηρετούν: το λαϊκό τραγούδι πρέπει να μιλάει άμεσα και γρήγορα στην καρδιά μας και στο μυαλό μας, πρέπει με το πρώτο άκουσμα να μας συγκινεί και να απομνημονεύεται γρήγορα με δυο τρεις επαναλήψεις. Όλα αυτά τα πετυχαίνουν αναμφισβήτητα τα λαϊκά μας τραγούδια. Κι άλλα πολλά. Δεν είναι όμως μόνο αυτό μουσική. Είναι κρίμα να αγνοούμε ως λαός όλη την υπόλοιπη παγκόσμια μουσική παρακαταθήκη, και δεν μιλάω για λαϊκά τραγούδια άλλων λαών. Μιλάω για την τεράστια παρακαταθήκη της κλασικής μουσικής.
Επανέρχομαι στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λαϊκού τραγουδιού. Πέρα από όλα αυτά που ανέφερα πριν, ή μάλλον λόγω της φύσης των γνωρισμάτων της συγκεκριμένης μουσικής φόρμας υπάρχει κάτι που είναι εγγενές στη φύση του λαϊκού τραγουδιού: φθορά! Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να ακούσει κανείς το ίδιο τραγούδι χιλιάδες φορές. Ήδη με τα πρώτα ακούσματα το έχει απομνημονεύσει, το έχει αγαπήσει το' χει βάλει μεσ' στην καρδιά του, το έχει κάνει δικό του. Το σφυρίζει, το σιγοτραγουδάει, δεν είναι λίγες οι φορές που μας κολλάει κάποιο τραγούδι απ'την ώρα που ξυπνάμε και μας συντροφεύει όλη τη μέρα, ακόμη κι αν προσπαθούμε ν'απαλλαγούμε από μια μελωδία που πολλές φορές μας γίνεται ακόμη και ενοχλητική. Είναι στη φύση του τραγουδιού όλα αυτά, η απλότητα και η αμεσότητα είναι τα βασικά γνωρίσματα που το καθιστούν αδιαμφισβήτητο άρχοντα όχι μόνο στη δική μας μουσική παράδοση αλλά και στους περισσότερους λαούς του κόσμου.
Η μουσική όμως δεν είναι μόνο το τραγούδι. Όσο πιο πολύ εντρυφεί κανείς στη μουσική, όσο πιο πολύ βαθαίνουμε τη μουσική μας παιδεία, τόσο αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι το τραγούδι είναι μια μόνο λεπτή χαραμάδα σε έναν τεράστιο ορίζοντα θησαυρών και γνώσης. Και, δόξα τω θεώ, ήμαστε σε μια εποχή που η μουσική έχει ήδη διαγράψει τη θαυμαστή της πορεία και μας έχει αφήσει χιλιάδες αριστουργήματα που το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι τα ακούσουμε με λίγη προσοχή, να τα προσλάβουμε όπως τους πρέπει, να τα βάλουμε στην καρδιά μας και να τα χαρούμε ξανά και ξανά, χιλιάδες φορές, χωρίς τέλος, χωρίς τη φθορά που συνοδεύει εγγενώς το λαϊκό τραγούδι. Είναι μεγάλο κρίμα να έχουμε σήμερα όλα τα μέσα (δίσκους, CD, ραδιόφωνο) και, το βασικότερο: να έχουμε όλους τους θησαυρούς που μας άφησαν οι μεγάλοι συνθέτες των τριών τελευταίων αιώνων, και να μας λείπει τελείως η μουσική κουλτούρα, να αγνοούμε τους θησαυρούς που βρίσκονται παντού γύρω μας, να είμαστε τυφλοί, να κωφεύουμε, να έχουμε κλείσει με κερί τα αυτιά μας αγνοώντας τις υπέροχες Σειρήνες που τόσα έχουν να μας πουν και να μας τραγουδήσουν.
Ποια λογική οδηγεί στην εθελούσια τυφλότητα σε θησαυρούς που το μόνο που ζητούν από μάς είναι λίγος χρόνος και λίγη διακοπή από τη ραστώνη στην οποία είμαστε βυθισμένοι και αποχαυνωμένοι; Με ποιο δικαίωμα στερούμε απ' τον εαυτό μας τη βαθύτερη καλλιέργεια της ψυχής και του νου; Ποιος επιτάσσει τη συνεχή αναζήτηση όλο και περισσότερων τραγουδιών σε μια εποχή που η απαξίωση έρχεται γοργά μέσα από τη συνεχή επανάληψη, το ραδιόφωνο, το CD και το MP3; Πώς γίνεται να ζητάμε απ'τους συνθέτες μας σήμερα όλο και περισσότερα τραγούδια για να ικανοποιήσουμε την ακόρεστη δίψα μας για μουσική που όλο και πιο γρήγορα αναλώνεται στις καρδιές μας μέσα απ΄τη συνεχή επανάληψη; Σήμερα είναι πια καιρός να αφιερώσουμε λίγο απ'το χρόνο μας και σε μιαν άλλη μουσική, αυτήν που όσο την ακούμε, αντί να χάνει τη λάμψη της, μας δείχνει όλο και περισσότερο το μεγαλείο της και μας κερδίζει όλο και περισσότερο. Πράγματι, πόσες φορές μπορεί ν'ακούσει κανείς την τρίτη συμφωνία του Μπραμς για να την βαρεθεί; Πόσες φορές ν'ακούσουμε τη συμφωνία αρ. 13 του Σοστακόβιτς για να κατανοήσουμε όλες τις μουσικές που έχτισε μέσα της ο γίγαντας αυτός της μουσικής του εικοστού αιώνα;
Βέβαια, παρέλειψα στις αναφορές μου να αναφέρω τους ερμηνευτές. Ναι, ήθελα να πω: Πόσες φορές πρέπει να ακούσουμε την τρίτη συμφωνία του Μπραμς, με την ορχήστρα Φιλαρμόνια υπό τον Ότο Κλέμπερερ, για τη βαρεθούμε; Πόσες φορές πρέπει να ακούσουμε τη συμφωνία αρ. 13 του Σοστακόβιτς, με τον μπάσο Άρθουρ Άισεν υπό τον Κίριλ Κοντράσιν, για να ανακαλύψουμε όλους τους θησαυρούς που έχτισε μέσα της ο συνθέτης; Έρχομαι λοιπόν τώρα σε κάτι πάρα πολύ σημαντικό: πρόκειται για το ρόλο που παίζουν οι ερμηνευτές. Πράγματι, η ερμηνεία ενός μουσικού έργου είναι κεφαλαιώδους σημασίας παράγοντας στην πρόσληψη της μουσικής. Αυτό ίσχύει για όλα τα είδη της μουσικής και είναι πολύ απλό να το καταλάβουμε μέσα από απλά παραδείγματα. Σκεφτείτε λοιπόν τα ρεμπέτικα του Μάρκου να ερμηνεύονται από το Χατζή, ή τα τραγούδια του Χατζή τραγουδισμένα από τον Μπιθικώτση, Αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι τα τραγούδια αυτά θα ήταν αποτυχίες. Πολλές φορές έχει τύχει να ακούσουμε αποτυχημένες ερμηνείες παλαιότερων τραγουδιών από νεότερους ερμηνευτές· δεν φταίνε οι ερμηνευτές· πολλές φορές πρόκειται για πιο αξιόλογες φωνές από αυτές που είχαμε συνηθίσει στα ίδια τραγούδια. Τραγούδι και ερμηνεία όμως δεν σημαίνει μόνο ταλέντο και ορθοφωνία. Η ερμηνεία ενός μουσικού έργου είναι πολύ περισσότερα πράγματα από μια σωστή εκτέλεση.
Για να "βγει" ένα μουσικό έργο πρέπει ο ερμηνευτής να το κατέχει. Πρέπει να μας δώσει αυτά τα στοιχεία που θα μιλήσουν πρώτα στην ψυχή μας και μετά στο καθαρά τεχνικό μουσικό αισθητήριο που καθένας από μας διαθέτει. Τι κι αν ο Μάριος Φραγκούλης είναι τεχνικά άψογος; Τι κι αν δεν πιάνει μια λάθος νότα; Τα τραγούδια που πολλές φορές επιλέγει να μας πει για να μας διασκεδάσει είναι απλές αναγνώσεις της παρτιτούρας, μιας παρτιτούρας που δεν περιέχει τα στοιχεία εκείνα που φτιάχνουν το λαϊκό τραγούδι. Όσο κι αν προσπαθήσει ο Φραγκούλης ή οποιοσδήποτε Φραγκούλης δεν θα μπορέσει ποτέ να μας πει το τραγούδι που τραγούδησε η Μπέλου και μίλησε στην ψυχή μας. Ποτέ δεν θα ακούσουμε τα τραγούδια του Τσιτσάνη με τον τρόπο που ο ίδιος ο συνθέτης ήξερε να ερμηνεύει, κι ας μην είχε η φωνή του "μέταλλο" ή ό,τι άλλο διακρίνει τον κλασικό από το λαϊκό ερμηνευτή.
βεβαίως υπάρχουν πολλοί που έχουν δώσει ανεπανάληπτες ερμηνείες σε τραγηούδια που είχαμε συνηθίσει να ακούμε με συγκεκριμένους ερμηνευτές, π.χ. ο Μπάμπης Στόκας ερμήνευσε με ανεπανάληπτο τρόπο το "Ποιος τη ζωήμου, ποιος την κυνηγά", κι ας ήταν μοναδικός ο τρόπος που ερμήνευσε το ίδιο τραγούδι η Φαραντούρη. Δεν είναι λοιπόν ότι κάποιο μουσικό έργο "δένεται" οπωσδήποτε με κάποιον ερμηνευτή. Είναι τα στοιχεία εκείνα που κρύβονται μέσα σε κάθε μουσικό κομμάτι και είτε τα βγάζει κανείς προς τα έξω είτε όχι. Αν εξορύξει κανείς τις πολύτιμες πέτρες που είναι χωμένες βαθειά μέσα στη μουσική, τότε, ναι, ν'ακούσουμε και να γευτούμε τα χρώματα και τους ήχους που είχε στο μυαλό του ο συνθέτης. Αν δεν τα καταφέρει κάποιος ν'αποκαλύψει τη Μουσική που κρύβει το έργο, τότε δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να ακούσουμε το κομμάτι. Είναι λοιπόν εξίσου σημαντική η ερμηνεία ενός μουσικού έργου με την αξία του ίδιου του έργου.
Θα επιμείνω σ'αυτό το σημείο αναφέροντας μερικά παραδείγματα: Θεοδωράκης και Μπιθικώτσης, Μικρούτσικος και Μητροπάνος, Χατζής και Χατζής, Τσιτσάνης και Μπέλου, Σαβόπουλος και Σαβόπουλος, κλπ. Δεν έχει τέλος ο κατάλογος κομματιών που δέθηκαν με συγκεκριμένους ερμηνευτές. Ποιός θα μπορούσε να ακούσει τα "Φθινοπωρινά φύλλα" με άλλον ερμηνευτή εξόν από τον Φίλιππα Νικολάου; Ποιός θα μπορούσε ν'ακούσει τον "Εμιλιάνο Ζαπάτα" του Μαμαγκάκη χωρίς τον Πουλόπουλο; Μήπως θα άκουγε κανείς το "Θα ζήσω ελεύθερο πουλί" χωρίς τον Χρηστάκη; Πράγματι, μερικά αξέχαστα τραγούδια μπορεί ακόμη και να γελοιοποιηθούν από ερμηνευτές που δεν θα δώσουν εκείνα τα ανεπαίσθητα στοιχεία που θα τα κάνουν να μιλήσουν στην καρδιά μας όπως εκριβώς τα σκέφτηκε ο συνθέτης.
Τα ίδια, βέβαια, ισχύουν και στην κλασική μουσική. Σας λέω υπεύθυνα ότι από τις χιλιάδες εκτελέσεις της συμφωνίας αρ. 3 του Μπραμς, λίγες είναι αυτές που πραγματικά ερμηνεύουν το έργο· οι υπόλοιπες απλώς εκτελούν, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Έχω ακούσει χιλιάδες παπαριές στο Τρίτο Πρόγραμμα, έργα που έτυχε να τα ακούσω εκατοντάδες φορές σε φοβερές εμηνείες (μάλιστα από διαφορετικούς ερμηνευτές), να καταρακώνονται, να χάνουν κάθε υπέροχη στιγμή τους μέσα σε άψογες τεχνικά, ανούσιες όμως ερμηνείες. Θυμάμαι την τραγική ακολουθία τραγουδιών που απαρτίζουν τη συμφωνία αρ. 14 του Σοστακόβιτς, σε εκτέλεση του Μπέτραντ Χάιτινκ με την μια απ' τις καλύτερες ορχήστρες του κόσομου, την Κοντσέρτγκεμπάου του Άμστερνταμ. Τι χάλι ήταν αυτό; Καμία σχέση με την ερμηνεία υπό τον Κίριλ Κοντράσιν. Το έργο, απλά, δεν ακουγόταν ούτε από μένα, που τολμώ να πω ότι το κατείχα, ούτε πολύ περισσότερο από κάποιον που θα τύχαινε να το ακούσει πρώτη φορά.
Πώς να ακούσω την ένατη συμφωνία του Ντβόρζακ από ερμηνευτές που την εκτελούν σε τόσο γρήγορα τέμπο που χάνεται κάθε άισθηση της μαγείας και της μελωδίας που ενυπάρχει μέσα στην εκτέλεση του Ότο Κλέμπερερ; Πολλές φορές τυχαίνει να αλλάξω σταθμό ακούγοντας άψογες αλλά κακές εκτελέσεις μουσικών έργων στο Τρίτο. Πράγματι, με τι μπορεί να συγκριθεί η εμηνεία του Ρίχτερ στη ζωντανή εκείνη εκτέλεση της "Απασιονάτας" στο Κάρνεγκι Χολ το 1961; Ποιός μπορεί να μαγέψει το κοινό περισσότερο από τον Βλαντιμίρ Σοφρονίτσκι με τις σονάτες του Σκριάμπιν; Κι ας έκανε ένα σωρό λάθη ο Έντγουιν Φίσερ όταν ηχογράφησε το "Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο" στα 1936. Κι ας είναι χάλια η ηχογράφηση. Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Σημασία έχει ότι απ'τα δάχτυλα αυτού του ανθρώπου βγαίνει Μουσική!
Πολλές φορές τυχαίνει οι ίδιοι ερμηνευτές να δώσουν χειρότερες ερμηνείες σε μεταγενέστερες εκτελέσεις. Κλασικό παράδειγμα ο Βίλχελμ Κεμπφ με τα κοντσέρτα του Μπετόβεν για πιάνο. Η πρώτη ηχογραφημένη (μονοφωνική) εκτέλεση με την ορχήστρα Κοντσέρτγκεμπάου υπό τον Πάουλ βαν Κέμπεν, είναι πολύ ανώτερη από την πολύ μεταγενέστερη που έκανε ο ίδιος πιανίστας με τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν με πολύ τελειότερα μέσα. Αυτό έχει και μια απλή εξήγηση. Αν κάνεις κάτι τέλεια, τότε κάθε προσπάθεια να το ξεπεράσεις είναι καταδικασμένη σε αποτυχία· αλλάζεις πράγματα που δεν πρέπει να αλλάξεις, προσπαθείς να εντυπωσιάσεις για να αποδείξεις ότι έχει νόημα μια νέα εκτέλεση, διαφοροποιώντας σημεία που όμως ήταν αυτά που καθιέρωσαν την ερμηνεία. Ας αναφέρω εδώ και τις αμέτρητες εκτελέσεις του τρίτου κοντσέρτου για πιάνο του Ραχμάνινοφ με τον Βλατιμίρ Χόροβιτς. Όλες υστερούν σε σχέση με εκείνη τη ζωντανή ηχογράφηση που έδωσε το 1933. Δεν μπορείς να διορθώσεις τον Παρθενώνα· κάτι θα χαλάσεις!
Είναι λοιπόν το πιο σημαντικό για κάποιον που έχει διάθεση να μπει στον κόσμο της κλασικής μουσικής να επιλέξει σωστές ερμηνείες και να τις ακούσει τόσο πολλές φορές που να φτάσει να τραγουσά μέσα του το κομμάτι. Τότε μόνο υπάρχει ελπίδα να αγαπήσει κανείς την κλασική μουσική και να αποκτήσει έναν πολύτιμο σύντροφο για τις ώρες της μοναξιάς και της περισυλλογής. Η πολιτεία θα έπρεπε μέσα από τα κρατικά ραδιόφωνα, την τηλεόραση και τα σχολεία να κάνει τέτοιου είδους επιλογές και να διδάσκει στους μαθητές, πέρα απ'τη στεγνή επιστημονική γνώση, πώς θα ακούει κανείς μουσική, πώς θα απαλύνει ο νέος την ψυχή του και θα γίνει καλύτερος άνθρωπος. Η πολιτεία μας όμως κάθε άλλο παρά προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται· το σκουπίδι κοντεύει να μας πνίξει. Έτσι λοιπόν, ετοίμασα έναν κατάλογο όπου αναφέρω αρκετά κομμάτια κλασικής μουσικής σε συγκεκριμένες όμως εκτελέσεις. Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να ξεκιήσει από εκεί: http://sites.google.com/site/panos1962/music-1
Συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου