
«Έμεινε ένα ακόμα, μα όπου να 'ναι μου τελειώνει το σάλιο» σκέφτηκε. Όμως, το τελευταίο φίδι τα 'χασε, στράφηκε πίσω και το 'βαλε στα πόδια (σχήμα λόγου). Ποτέ δεν θα το πίστευε αν δεν το έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια, πως κάποιος θα μπορούσε να σκοτώσει φτύνοντας και μόνον. Όμως τώρα οι αραπάδες πλησίαζαν, μπορούσε να δει τα άσπρα τους δόντια, και γύρω απ' αυτά τον κύκλο εμπιστοσύνης. Μπορούσε να μυρίσει στα χνώτα τους τη μυρωδιά του στιφάδου. Ο χάρος πιο πίσω -σε ελάχιστη απόσταση- έβγαλε τα γυαλιά του…
Ο εφιάλτης του διακόπηκε από το δαιμονισμένο κουδούνισμα τού τηλεφώνου, δίπλα του μια τρυφερή ύπαρξη ροχάλιζε ανήσυχα. Το κουδούνισμα την ξύπνησε κι αυτήν. Ιδρωμένος ακόμα από το κακό όνειρο, ο μεγαλειώδης 'Αστον Μάρτιν βούτηξε και σήκωσε με αποφασιστικότητα τη συσκευή λέγοντας αυτολεξεί:
-Αλό.
-Γειά σου Άστον -εδώ Αρχηγός- χίλια σόρυς αν σε ξύπνησα μα συμβαίνει κάτι σοβαρό.
Η έκφραση στο πρόσωπο του άνδρα παραμορφώθηκε, γέμισε γωνίες και μυς.
-Μα τί συμβαίνει, Άστον;
ρώτησε η τρυφερά ύπαρξις βλέποντας την αναπάντεχη αλλαγή στο πρόσωπο του ατσαλάνθρωπου.
-Μόκο! Τί συμβαίνει ωρέ Αρχηγέ;
-Άστα να πάνε βρε αδερφέ…
-Αρχηγέ, άσε τα τρελά και ξέρνα!
Ο Αρχηγός ήταν αποφασισμένος.
-Σκοτώσανε τον Λουσίλ Χερστάιλινγκ, είπε ο προϊστάμενος του εμπνευσμένου.
-Σκοτώσαν τον…… επανέλαβε σαν χαμένος ο υπέρτατος.
-Κουράγιο Άστον, ακούστηκε η φωνή του Αρχηγού.
-Κουράγιο Άστον, επανέλαβε μηχανικά ο Άστον Μάρτιν και σαν υπνωτισμένος έκλεισε τη συσκευή.
Όταν συνειδητοποίησε τη σημασία του τραγικού γεγονότος, ξέσπασε. Μέχρι να ξημερώσει την έβγαλε στη μαύρη Μπουίκ, γιατί δεν άφησε τίποτα όρθιο. Το πρωί κίνησε για το γραφείο. Σήμερα ήταν Παρασκευή, ημέρα συνεδριάσεων για τον Αρχηγό, γιαυτό βιαζόταν να τον προλάβει. Κοίταξε ψηλά, η ώρα ήταν 7:16. Διόρθωσε το ρολόι του και πέταξε μέσα την τρίτη. Προλάβαινε ακόμα να περάσει κι από την τράπεζά του, την Εντζόινγκ Μπανκ, να βγάλει μερικά χρήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου